χρυσωτής

χρυσωτής
[хрисотис] ουσ. а. позолотчик.

Λεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь). 2014.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Смотреть что такое "χρυσωτής" в других словарях:

  • χρυσωτής — gilder masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • χρυσωτής — ο, ΝΜΑ, και θηλ. χρυσώτρια, Ν [χρυσῶ / ώνω] τεχνίτης ειδικός στο χρύσωμα, στην επιχρύσωση (α. «χρυσωτής βιβλιοδετείου» β. «χρυσωτῇ μισθός», επιγρ.) …   Dictionary of Greek

  • χρυσωτής — ο ο ειδικός στο χρύσωμα, ο τεχνίτης που δουλειά του είναι να χρυσώνει …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • χρυσωταί — χρυσωτής gilder masc nom/voc pl χρυσωτός gilt fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • χρυσωτοῦ — χρυσωτής gilder masc gen sg χρυσωτός gilt masc/neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • χρυσωτικός — ή, ό, Ν 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη χρύσωση και στον χρυσωτή 2. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τα χρυσωτικά α) η αμοιβή τού χρυσωτή για την εκτέλεση μιας εργασίας β) οι δαπάνες για το χρύσωμα, για την επιχρύσωση. [ΕΤΥΜΟΛ. < χρυσωτής. Το επίθ …   Dictionary of Greek

  • χρυσώτρια — η, Ν βλ. χρυσωτής …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»